Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πονηρὸν ὁ συκοφάντης

См. также в других словарях:

  • φιλαίτιος — ον, Α 1. αυτός που τού αρέσει να κατηγορεί, φιλοκατήγορος («πονηρὸν ὁ συκοφάντης καὶ... βάσκανον καὶ φιλαίτιον», Δημοσθ.) 2. αυτός που υπόκειται σε κατηγορία, κατηγορούμενος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλαίτιον το να αρέσκεται κανείς στο να κατηγορεί …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»